Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Tray
01
δίσκος, δίσκος σερβιρίσματος
a flat object with elevated edges, often used for holding or carrying food and drink
Παραδείγματα
She served the tea on a silver tray.
Σέρβιρε το τσάι σε ένα ασημένιο δίσκο.
The waiter carried a tray of drinks to the table.
Ο σερβιτόρος κουβάλησε ένα δίσκο με ποτά στο τραπέζι.



























