traumatic
trau
trɔ
τρο
ma
ˈmæ
μαι
tic
tɪk
τικ
British pronunciation
/tɹɔːmˈætɪk/

Ορισμός και σημασία του "traumatic"στα αγγλικά

01

τραυματικός, σχετικός με πληγές

relating to wounds or physical injuries
Old useOld use
example
Παραδείγματα
The traumatic injury to his leg required immediate medical attention.
Ο τραυματικός τραυματισμός στο πόδι του απαιτούσε άμεση ιατρική προσοχή.
Surviving the traumatic car accident left her with severe physical injuries.
Η επιβίωση από το τραυματικό αυτοκινητιστικό ατύχημα της άφησε σοβαρά σωματικά τραύματα.
02

τραυματικός, συγκλονιστικός

having serious and long-lasting effects on mental health, especially shock and pain
example
Παραδείγματα
The traumatic experience of the car crash left her with lifelong fears of driving.
Η τραυματική εμπειρία του αυτοκινητιστικού ατυχήματος της άφησε ισόβιους φόβους για την οδήγηση.
He had a traumatic childhood that left emotional scars, which he struggled to overcome.
Είχε μια τραυματική παιδική ηλικία που άφησε συναισθηματικές ουλές, τις οποίες αγωνίστηκε να ξεπεράσει.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store