Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
traumatic
01
τραυματικός, σχετικός με πληγές
relating to wounds or physical injuries
Παραδείγματα
The traumatic injury to his leg required immediate medical attention.
Ο τραυματικός τραυματισμός στο πόδι του απαιτούσε άμεση ιατρική προσοχή.
Surviving the traumatic car accident left her with severe physical injuries.
Η επιβίωση από το τραυματικό αυτοκινητιστικό ατύχημα της άφησε σοβαρά σωματικά τραύματα.
02
τραυματικός, συγκλονιστικός
having serious and long-lasting effects on mental health, especially shock and pain
Παραδείγματα
The traumatic experience of the car crash left her with lifelong fears of driving.
Η τραυματική εμπειρία του αυτοκινητιστικού ατυχήματος της άφησε ισόβιους φόβους για την οδήγηση.
He had a traumatic childhood that left emotional scars, which he struggled to overcome.
Είχε μια τραυματική παιδική ηλικία που άφησε συναισθηματικές ουλές, τις οποίες αγωνίστηκε να ξεπεράσει.
Λεξικό Δέντρο
traumatic
traum



























