Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
transoceanic
01
διαωκεάνιος, που διασχίζει τον ωκεανό
involving travel or movement across an ocean
Παραδείγματα
The airline introduced new transoceanic routes to connect Europe and South America.
Η αεροπορική εταιρεία εισήγαγε νέες υπερατλαντικές διαδρομές για τη σύνδεση της Ευρώπης και της Νότιας Αμερικής.
The cargo ship embarked on a transoceanic journey to deliver goods to Asia.
Το φορτηγό πλοίο ξεκίνησε ένα υπερωκεάνειο ταξίδι για να παραδώσει αγαθά στην Ασία.



























