Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
transmitted
01
μεταδιδόμενος, κληρονομικός
occurring among members of a family usually by heredity
Λεξικό Δέντρο
transmitted
transmit
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μεταδιδόμενος, κληρονομικός
Λεξικό Δέντρο