Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
transmittable
01
μεταδοτικός, μολυσματικός
(of disease) capable of being transmitted by infection
Λεξικό Δέντρο
transmittable
transmit
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μεταδοτικός, μολυσματικός
Λεξικό Δέντρο