LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Transience
/tɹˈænsiəns/
/ˈtɹænziəns/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "transience"
Transience
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
παροδικότητα
the quality of lasting for a limited period of time
transiency
transitoriness
02
παροδικότητα
the attribute of being brief or fleeting
brevity
briefness
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App