Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Transistor
01
τρανζίστορ, τρανζίστορ
a small semiconductor device, used in television and radio sets, able to amplify or rectify an electric current
Λεξικό Δέντρο
transistorize
transistor
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
τρανζίστορ, τρανζίστορ
Λεξικό Δέντρο