Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
transeunt
01
διαβατικός, μεταβατικός
(of a mental act, thought, etc.) causing effects beyond the mind, influencing external objects or the outside world
Παραδείγματα
A transeunt decision, such as choosing to speak, turns a thought into an external action that affects others.
Μια διαβατική απόφαση, όπως η επιλογή να μιλήσει, μετατρέπει μια σκέψη σε μια εξωτερική δράση που επηρεάζει τους άλλους.
The philosopher explored how transeunt mental acts lead to changes in the physical world, like moving objects or altering behavior.
Ο φιλόσοφος εξερεύνησε πώς οι διαβατικές ψυχικές πράξεις οδηγούν σε αλλαγές στον φυσικό κόσμο, όπως η μετακίνηση αντικειμένων ή η αλλαγή συμπεριφοράς.



























