Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
tragicomic
01
τραγικοκωμικός, σχετικός με την τραγικοκωμωδία
of or relating to or characteristic of tragicomedy
02
τραγικοκωμικός, που έχει και θλιβερές και γελοίες χαρακτηριστικές
having pathetic as well as ludicrous characteristics
03
τραγικοκωμικός, ταυτόχρονα τραγικός και κωμικός
describing something that is both tragic and comic
Παραδείγματα
The novel 's tragicomic tone highlighted the protagonist ’s struggles with a mix of poignant and humorous moments.
Ο τραγικοκωμικός τόνος του μυθιστορήματος τόνισε τους αγώνες του πρωταγωνιστή με ένα μείγμα από συγκινητικές και χιουμοριστικές στιγμές.
Her speech had a tragicomic quality, as she recounted her hardships with a sense of irony that made the audience both laugh and feel for her.
Η ομιλία της είχε μια τραγικοκωμική ποιότητα, καθώς ανέφερε τις δυσκολίες της με μια αίσθηση ειρωνείας που έκανε το κοινό και να γελάσει και να νιώσει για αυτήν.



























