Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
tragically
01
τραγικά
in a way that is extremely unfortunate, sorrowful, or leads to great distress
Παραδείγματα
The car accident tragically claimed the lives of two innocent pedestrians.
Το αυτοκινητιστικό ατύχημα τραγικά κόστισε τη ζωή δύο αθώων πεζών.
The young athlete 's promising career ended tragically with a career-ending injury.
Η υποσχόμενη καριέρα του νεαρού αθλητή τελείωσε τραγικά με έναν τραυματισμό που τερμάτισε την καριέρα του.
Λεξικό Δέντρο
tragically
tragical
tragic



























