Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
threadbare
01
φθαρμένος, κλισέ
tired, overused, or lacking in freshness or originality
Παραδείγματα
The politician 's threadbare excuses for his absence failed to convince the voters, who saw through his insincerity.
Οι κλισέ δικαιολογίες του πολιτικού για την απουσία του απέτυχαν να πείσουν τους ψηφοφόρους, οι οποίοι είδαν την αναληθή του συμπεριφορά.
After years of neglect, the once-thriving neighborhood had become threadbare, with boarded-up shops and crumbling infrastructure.
Μετά από χρόνια παραμέλησης, η κάποτε ακμάζουσα γειτονιά είχε γίνει φθαρμένη, με καταστήματα που είχαν σανίδες και υποδομές που καταρρέουν.
Παραδείγματα
He wrapped himself in a threadbare blanket that barely kept the cold out.
Τυλίχτηκε σε μια φθαρμένη κουβέρτα που μετά βίας τον προστάτευε από το κρύο.
The threadbare carpet in the hallway needed replacing after years of heavy foot traffic.
Το τριμμένο χαλί στο διάδρομο χρειαζόταν αντικατάσταση μετά από χρόνια έντονης κυκλοφορίας.
Λεξικό Δέντρο
threadbare
thread
bare



























