Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Threads
01
ρούχα, ενδυμασία
clothes, especially someone's outfit or overall style
Παραδείγματα
Nice threads, where'd you get that jacket?
Ωραία ρούχα, πού βρήκες αυτό το σακάκι;
He showed up in some fresh threads for the party.
Εμφανίστηκε στο πάρτι με μερικά φρέσκα ρούχα.



























