Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Thievery
01
κλοπή, ληστεία
the act of stealing something from someone or somewhere
Παραδείγματα
The shop installed new security cameras to prevent thievery.
Το κατάστημα εγκατέστησε νέες κάμερες ασφαλείας για να αποτρέψει την κλοπή.
He was caught in the act of thievery and was promptly arrested.
Πιάστηκε επ' αυτοφώρω στην πράξη της κλοπής και συνελήφθη αμέσως.



























