Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Thief
01
κλέφτης, ληστής
someone who steals something from a person or place without using violence or threats
Παραδείγματα
The thief was caught on camera as he sneaked into the store and took a handful of electronics.
Ο κλέφτης πιάστηκε στην κάμερα καθώς μπήκε κρυφά στο μαγαζί και πήρε μια χούφτα ηλεκτρονικά.
The thief was able to break into the house while the family was away on vacation.
Ο κλέφτης κατάφερε να μπει στο σπίτι ενώ η οικογένεια ήταν σε διακοπές.



























