Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
tempting
01
δελεαστικός, γοητευτικός
appealing to the desires or interests, often causing a strong urge to do or have something
Παραδείγματα
The tempting aroma of sizzling bacon lured him out of bed in the morning.
Η δελεαστική άρωμα του τσιτσιρίζοντος μπέικον τον έβγαλε από το κρεβάτι το πρωί.
The tempting offer of a weekend getaway was hard to refuse.
Η δελεαστική προσφορά για ένα σαββατοκύριακο διακοπών ήταν δύσκολο να απορριφθεί.
Tempting
01
πειρασμός, αποπλάνηση
an act of presenting something attractive or desirable in order to test someone's self-control or moral strength
Παραδείγματα
The saint endured many temptings during his time in the wilderness.
Ο άγιος υπέμεινε πολλούς πειρασμούς κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην έρημο.
The devil 's temptings were strong, but she remained faithful.
Οι πειρασμοί του διαβόλου ήταν δυνατοί, αλλά παρέμεινε πιστή.
Λεξικό Δέντρο
temptingly
temptingness
untempting
tempting
tempt



























