Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
tempted
01
παρασυρμένος, γοητευμένος
feeling a strong desire to do something, especially something that might not be good or right
Παραδείγματα
She was tempted to eat the entire chocolate cake.
Είχε πειραχτεί να φάει ολόκληρη τη σοκολατένια τούρτα.
He felt tempted to skip his workout and stay in bed.
Ένιωσε προσβλημένος να παραλείψει την προπόνησή του και να μείνει στο κρεβάτι.
Λεξικό Δέντρο
tempted
tempt



























