Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
tangential
01
εφαπτόμενος, άσχετος
not or barely relevant to something
Παραδείγματα
His comments about vacation plans were tangential to the discussion on budget cuts.
Τα σχόλιά του για τα σχέδια διακοπών ήταν εφαπτόμενα στη συζήτηση για τις περικοπές του προϋπολογισμού.
The speaker ’s tangential remarks diverted the conversation away from the main topic.
Οι εφαπτόμενες παρατηρήσεις του ομιλητή απομάκρυναν τη συζήτηση από το κύριο θέμα.
02
εφαπτόμενος, εφαπτομενικός
referring to a line or motion that just touches the surface of an object at a single point
Παραδείγματα
As the wheel rotated, he observed its tangential movement at the outer edge.
Καθώς ο τροχός περιστρεφόταν, παρατήρησε την εφαπτομενική κίνησή του στην εξωτερική άκρη.
The light 's tangential approach created a unique reflection on the mirror.
Η εφαπτομενική προσέγγιση του φωτός δημιούργησε μια μοναδική αντανάκλαση στον καθρέφτη.
Λεξικό Δέντρο
tangentially
tangential
tangent



























