Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
tangentially
01
εφαπτομενικά, έμμεσα
in a way that is related to a topic but not directly connected or relevant
Παραδείγματα
While discussing the main plot of the novel, the author tangentially touched upon a subplot involving a secondary character.
Ενώ συζητούσε την κύρια πλοκή του μυθιστορήματος, ο συγγραφέας άγγιξε εφαπτομενικά μια υποπλοκή που αφορούσε έναν δευτερεύοντα χαρακτήρα.
The professor 's lecture focused on the economic aspects of the industrial revolution, but he also tangentially mentioned the social impact.
Η διάλεξη του καθηγητή επικεντρώθηκε στις οικονομικές πτυχές της βιομηχανικής επανάστασης, αλλά ανέφερε και παρεμπιπτόντως την κοινωνική επίπτωση.
Λεξικό Δέντρο
tangentially
tangential
tangent



























