Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
taciturnly
01
λακωνικά, με λιγοστά λόγια
in a manner characterized by being reserved or uncommunicative
Παραδείγματα
He answered taciturnly, giving only brief replies.
Απάντησε λακωνικά, δίνοντας μόνο σύντομες απαντήσεις.
She sat taciturnly during the meeting, hardly joining the discussion.
Κάθισε σιωπηλά κατά τη διάρκεια της συνάντησης, σχεδόν χωρίς να συμμετέχει στη συζήτηση.
Λεξικό Δέντρο
taciturnly
taciturn
tacit



























