swart
swart
swɔrt
σουορτ
British pronunciation
/swˈɔːt/

Ορισμός και σημασία του "swart"στα αγγλικά

01

μαυρισμένος, σκούρος

having a dark skin
example
Παραδείγματα
The swart traveler stood out against the pale landscape of the northern village.
Ο swart ταξιδιώτης ξεχώριζε έναντι του χλωμού τοπίου του βόρειου χωριού.
His swart complexion gave him a rugged, handsome appearance.
Το swart χρώμα του δέρματός του του έδωσε μια σκληρή, όμορφη εμφάνιση.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store