LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Surrounding
/səɹˈaʊndɪŋ/
/sɝˈaʊndɪŋ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "surrounding"
surrounding
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
περιβάλλων
nearby or encircling a particular area or object
circumferent
encompassing(a)
surrounding(a)
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App