Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
surmisable
01
συμπερασματικός, εικαστός
inferred or guessed based on available evidence or reasoning
Παραδείγματα
The sudden drop in temperature was surmisable given the weather patterns observed earlier in the day.
Η απότομη πτώση της θερμοκρασίας ήταν προβλέψιμη δεδομένων των καιρικών συνθηκών που παρατηρήθηκαν νωρίτερα μέσα στην ημέρα.
Her feelings were surmisable from the way she reacted during the conversation.
Τα συναισθήματά της ήταν εξακριβώσιμα από τον τρόπο που αντέδρασε κατά τη διάρκεια της συζήτησης.
Λεξικό Δέντρο
surmisable
surmise



























