Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
foreseeable
01
προβλέψιμος, foreseeable
capable of being reasonably predicted
Παραδείγματα
The consequences of climate change are becoming increasingly foreseeable.
Οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής γίνονται όλο και πιο προβλέψιμες.
The company took measures to mitigate foreseeable risks in its business plan.
Η εταιρεία πήρε μέτρα για να μετριαστούν οι προβλέψιμοι κίνδυνοι στο επιχειρηματικό της σχέδιο.
Λεξικό Δέντρο
unforeseeable
foreseeable
foresee
fore
see



























