surgeon
sur
ˈsɜr
σερρ
geon
ʤən
τζαν
British pronunciation
/sˈɜːd‍ʒən/

Ορισμός και σημασία του "surgeon"στα αγγλικά

01

χειρουργός, ιατρός χειρουργός

a doctor who performs medical operation
Wiki
surgeon definition and meaning
example
Παραδείγματα
The surgeon successfully completed the operation to remove the tumor from the patient ’s abdomen.
Ο χειρούργος ολοκλήρωσε με επιτυχία την εγχείρηση για την αφαίρεση του όγκου από την κοιλιά του ασθενούς.
She consulted a surgeon to discuss the best approach for her upcoming knee surgery.
Συμβουλεύτηκε έναν χειρουργό για να συζητήσει την καλύτερη προσέγγιση για την επερχόμενη εγχείρηση γόνατος της.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store