Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
suppositional
01
υποθετικός, εικαστικός
based on an assumption, theory, or guess rather than verified facts
Παραδείγματα
His claims were purely suppositional, lacking any concrete proof.
Οι ισχυρισμοί του ήταν καθαρά εικαστικοί, χωρίς καμία συγκεκριμένη απόδειξη.
The lawyer 's argument relied on suppositional evidence rather than hard facts.
Το επιχείρημα του δικηγόρου βασίστηκε σε εικαστική απόδειξη παρά σε σκληρά γεγονότα.
Λεξικό Δέντρο
suppositional
supposition
suppose



























