Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
conjectural
01
εικαστικός, υποθετικός
primarily based on pure guess-work rather than definite knowledge
Παραδείγματα
His theory about the lost civilization remains conjectural due to a lack of evidence.
Η θεωρία του για τον χαμένο πολιτισμό παραμένει εικαστική λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων.
The detective ’s explanation was conjectural, as no witnesses had come forward.
Η εξήγηση του ντετέκτιβ ήταν εικαστική, καθώς δεν είχαν εμφανιστεί μάρτυρες.
Λεξικό Δέντρο
conjecturally
conjectural
conjecture



























