Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
coniferous
01
κωνοφόρος, πευκόφυτος
relating to trees with hard and dry fruits called cones and needle-shaped leaves
Λεξικό Δέντρο
coniferous
conifer
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κωνοφόρος, πευκόφυτος
Λεξικό Δέντρο