Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Suppressor
01
καταστολέας, ηλεκτρική συσκευή για την καταστολή ανεπιθύμητων ρευμάτων
an electrical device for suppressing unwanted currents
02
καταστολέας, γονίδιο καταστολέα
a gene that suppresses the phenotypic expression of another gene (especially of a mutant gene)
03
κατασταλτικός, αναστολέας
someone who suppresses
Λεξικό Δέντρο
suppressor
suppress



























