Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
supposedly
01
υποτίθεται, φαίνεται
used to suggest that something is assumed to be true, often with a hint of doubt
Παραδείγματα
She was supposedly the last person to leave the building, according to eyewitnesses.
Κατά τους αυτόπτες μάρτυρες, υποτίθεται ότι ήταν το τελευταίο άτομο που έφυγε από το κτίριο.
The package was supposedly delivered yesterday, but I have n't found it yet.
Το πακέτο υποτίθεται ότι παραδόθηκε χθες, αλλά δεν το έχω βρει ακόμα.
Λεξικό Δέντρο
supposedly
supposed
suppose



























