Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sunblock
01
αντηλιακό, κρέμα προστασίας από τον ήλιο
a protective lotion or cream that helps to prevent the harmful effects of the sun's ultraviolet (UV) rays on the skin
Παραδείγματα
He applied sunblock before going to the beach to avoid sunburn.
Εφάρμοσε αντηλιακό πριν πάει στην παραλία για να αποφύγει το ηλιακό έγκαυμα.
The doctor recommended using a high-SPF sunblock for outdoor activities.
Ο γιατρός συνέστησε τη χρήση ενός αντηλιακού με υψηλό SPF για δραστηριότητες σε εξωτερικούς χώρους.



























