Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sunburnt
01
ηλιακαμένος, κοκκινισμένος από τον ήλιο
having red, painful, and inflamed skin that results from excessive exposure to the sun's UV rays
Λεξικό Δέντρο
sunburnt
sun
burnt
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ηλιακαμένος, κοκκινισμένος από τον ήλιο
Λεξικό Δέντρο
sun
burnt