Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sunbaked
01
αποξηραμένος από τον ήλιο, ξεραμένος από τη ζέστη
dried out by heat or excessive exposure to sunlight
02
ψημένος από τον ήλιο, σκληρυμένος από τον ήλιο
baked or hardened by exposure to sunlight; not burned
Λεξικό Δέντρο
sunbaked
sun
baked



























