Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bete noire
01
μπαμπούλας
a person or thing that is strongly disliked or feared
Παραδείγματα
Great-uncle Edward was my father's bête noire.
Ο θείος Έντουαρντ ήταν το bête noire του πατέρα μου.
My particular bête noire is cigarette butts being left in half-empty glasses.
Το συγκεκριμένο μου bête noire είναι τα αποτσίγαρα που αφήνονται σε μισοάδεια ποτήρια.



























