Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Subsidiary
01
θυγατρική εταιρεία, θυγατρική
a business company controlled or owned by a holding or parent company
Παραδείγματα
The tech giant acquired a new subsidiary to expand its product line.
Ο τεχνολογικός γίγαντας απέκτησε μια νέα θυγατρική για να επεκτείνει τη γκάμα των προϊόντων της.
The pharmaceutical company has several subsidiaries around the world.
Η φαρμακευτική εταιρεία έχει πολλές θυγατρικές σε όλο τον κόσμο.
02
υποτελής, βοηθητικός
an assistant subject to the authority or control of another
subsidiary
01
βοηθητικός, δευτερεύων
functioning in a supporting capacity



























