Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to stymie
01
εμποδίζω, παρακωλύω
to prevent the occurrence or achievement of something
Παραδείγματα
The unexpected technical issues stymied the team's efforts to launch the product on time.
Τα απρόσμενα τεχνικά προβλήματα εμπόδισαν τις προσπάθειες της ομάδας να κυκλοφορήσει το προϊόν εγκαίρως.
Her lack of experience in the field could stymie her chances of getting the job.
Η έλλειψη εμπειρίας της στον τομέα θα μπορούσε να εμποδίσει τις πιθανότητές της να πάρει τη δουλειά.



























