Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
stylized
01
στυλιζαρισμένος, καλλιτεχνικός
using artistic forms and conventions to create effects; not natural or spontaneous
Λεξικό Δέντρο
stylized
stylize
style
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
στυλιζαρισμένος, καλλιτεχνικός
Λεξικό Δέντρο