Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
best-selling
01
εμπορικός, επιτυχημένος
(of a book or other product) sold in large quantities because of gaining significant popularity among people
Παραδείγματα
She wrote a best-selling novel that topped the charts for months.
Έγραψε ένα bestseller μυθιστόρημα που βρισκόταν στην κορυφή των καταλόγων για μήνες.
The author ’s best-selling books have inspired millions of readers.
Τα εμπορικά βιβλία του συγγραφέα έχουν εμπνεύσει εκατομμύρια αναγνώστες.



























