Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Stool pigeon
01
δελεαστικό περιστέρι, περιστέρι δόλωμα
a dummy pigeon used to decoy others
02
πληροφοριοδότης, κατάσκοπος
a person sent into a group as a spy to report on its activities
Παραδείγματα
The undercover detective used a known criminal as a " stool pigeon " to gather evidence against the gang.
Ο μυστικός ντετέκτιβ χρησιμοποίησε έναν γνωστό εγκληματία ως πληροφοριοδότη για να συλλέξει αποδεικτικά στοιχεία εναντίον της συμμορίας.
The disgruntled employee acted as a " stool pigeon " and reported his coworkers' unauthorized activities to the management.
Ο δυσαρεστημένος εργαζόμενος ενεργούσε ως πληροφοριοδότης και ανέφερε τις μη εξουσιοδοτημένες δραστηριότητες των συναδέλφων του στη διοίκηση.



























