Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
stooped
01
καμπούρης, σκυφτός
being of the habit of bending the head and shoulders forward, while walking or standing
Λεξικό Δέντρο
stooped
stoop
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
καμπούρης, σκυφτός
Λεξικό Δέντρο