stimulant
stim
ˈstɪm
στιμ
u
γα
lant
lənt
λαντ
British pronunciation
/stˈɪmjʊlənt/

Ορισμός και σημασία του "stimulant"στα αγγλικά

01

διεγερτικό, επεγερτικό

a substance that boosts mental or physical activity, leading to increased alertness and energy levels
example
Παραδείγματα
Caffeine is a common stimulant found in coffee and tea.
Η καφεΐνη είναι ένα κοινό διεγερτικό που βρίσκεται στον καφέ και το τσάι.
Doctors may prescribe a stimulant to help with attention disorders.
Οι γιατροί μπορεί να συνταγογραφήσουν ένα διεγερτικό για να βοηθήσουν με τις διαταραχές προσοχής.
02

διεγερτικό, ερεθιστικό

any stimulating information or event; acts to arouse action
01

διεγερτικός, ενθαρρυντικός

that stimulates
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store