Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Stimulant
01
διεγερτικό, επεγερτικό
a substance that boosts mental or physical activity, leading to increased alertness and energy levels
Παραδείγματα
Caffeine is a common stimulant found in coffee and tea.
Η καφεΐνη είναι ένα κοινό διεγερτικό που βρίσκεται στον καφέ και το τσάι.
Doctors may prescribe a stimulant to help with attention disorders.
Οι γιατροί μπορεί να συνταγογραφήσουν ένα διεγερτικό για να βοηθήσουν με τις διαταραχές προσοχής.
02
διεγερτικό, ερεθιστικό
any stimulating information or event; acts to arouse action
stimulant
01
διεγερτικός, ενθαρρυντικός
that stimulates



























