stimulated
stim
ˈstɪm
στιμ
u
γα
la
ˌleɪ
λει
ted
tɪd
τιντ
British pronunciation
/stˈɪmjʊlˌe‍ɪtɪd/

Ορισμός και σημασία του "stimulated"στα αγγλικά

stimulated
01

διεγερμένος, ξυπνημένος

getting emotionally awakened
example
Παραδείγματα
She felt stimulated by the engaging discussion in class.
Αισθάνθηκε διεγερμένη από τη συναρπαστική συζήτηση στην τάξη.
The bright colors in the room made him feel visually stimulated.
Τα έντονα χρώματα στο δωμάτιο τον έκαναν να νιώθει οπτικά διεγερμένος.

Λεξικό Δέντρο

stimulated
stimulate
stimul
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store