Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
stimulated
01
διεγερμένος, ξυπνημένος
getting emotionally awakened
Παραδείγματα
She felt stimulated by the engaging discussion in class.
Αισθάνθηκε διεγερμένη από τη συναρπαστική συζήτηση στην τάξη.
The bright colors in the room made him feel visually stimulated.
Τα έντονα χρώματα στο δωμάτιο τον έκαναν να νιώθει οπτικά διεγερμένος.
Λεξικό Δέντρο
stimulated
stimulate
stimul



























