Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Stance
01
στάση, θέση
standing posture
02
στάση, άποψη
a person's or a group's opinion regarding an issue
Παραδείγματα
The organization 's stance on environmental protection is well-known.
Η θέση του οργανισμού για την προστασία του περιβάλλοντος είναι γνωστή.
His stance on education reform has sparked debate in the community.
Η στάση του για τη μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης προκάλεσε συζήτηση στην κοινότητα.



























