Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Squalor
01
βρωμιά, αθλιότητα
a state of extreme filth or neglect
Παραδείγματα
The refugees were forced to live in squalor, with no access to clean water.
Οι πρόσφυγες αναγκάστηκαν να ζουν σε βρωμιά, χωρίς πρόσβαση σε καθαρό νερό.
Years of abandonment left the house in utter squalor.
Χρόνια εγκατάλειψης άφησαν το σπίτι σε απόλυτη βρωμιά.



























