Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Squaddie
01
στρατιώτης, ιδιώτης
a soldier, especially one who is serving in the army as a private or in a low-ranking position
Dialect
British
Παραδείγματα
He used to be a squaddie before joining the police force.
Ήταν στρατιώτης πριν ενταχθεί στην αστυνομία.
After finishing basic training, he became a squaddie in the infantry.
Μετά την ολοκλήρωση της βασικής εκπαίδευσης, έγινε στρατιώτης στο πεζικό.



























