Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sprightly
01
ζωηρός, γεμάτος ενέργεια
(typically of an elderly) lively and full of energy
Παραδείγματα
Despite being in her seventies, Grandma remained sprightly, dancing and laughing with her grandchildren.
Παρά το ότι ήταν στα εβδομήντα της, η γιαγιά παρέμεινε ζωηρή, χορεύοντας και γελώντας με τα εγγόνια της.
The sprightly old man surprised everyone with his agility and enthusiasm for hiking.
Ο ζωηρός γέρος εξέπληξε όλους με την ευκινησία και τον ενθουσιασμό του για την πεζοπορία.
Λεξικό Δέντρο
sprightliness
sprightly
sprightl



























