Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sponsorship
01
χρηματοδότηση, σπόνσορα
the act of supporting or financing an individual, group, event, or activity, typically in exchange for advertising, promotion, or recognition
Παραδείγματα
The sports team secured sponsorship from a local business to fund their uniforms and equipment.
Η αθλητική ομάδα εξασφάλισε χορηγία από μια τοπική επιχείρηση για τη χρηματοδότηση των στολών και του εξοπλισμού της.
The charity event relied on corporate sponsorship to cover expenses and raise funds for their cause.
Η φιλανθρωπική εκδήλωση βασίστηκε στη χορηγία των επιχειρήσεων για να καλύψει τα έξοδα και να συγκεντρώσει χρήματα για τον σκοπό τους.
Λεξικό Δέντρο
sponsorship
sponsor



























