Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Spelling
01
ορθογραφία, συλλαβισμός
the act or the ability of putting letters in the correct order to form a word
Παραδείγματα
Her excellent spelling earned her the top prize in the spelling bee.
Η εξαιρετική της ορθογραφία της χάρισε το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό ορθογραφίας.
He practiced his spelling every night to improve his language skills.
Εξασκούταν στην ορθογραφία του κάθε βράδυ για να βελτιώσει τις γλωσσικές του δεξιότητες.
02
ορθογραφία, συλλαβισμός
the correct way in which a word is written
Λεξικό Δέντρο
misspelling
spelling
spell



























