Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Spelunker
01
σπηλαιολόγος, εξερευνητής σπηλαίων
a person who climbs or studies caves for pleasure
Λεξικό Δέντρο
spelunker
spelunk
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
σπηλαιολόγος, εξερευνητής σπηλαίων
Λεξικό Δέντρο