Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Speeding
01
υπερβολική ταχύτητα, παράβαση ορίου ταχύτητας
the traffic offence of driving faster than is legally allowed
Παραδείγματα
He was fined for speeding on the highway.
Τιμωρήθηκε με πρόστιμο για υπερβολική ταχύτητα στην εθνική οδό.
Speeding was a major factor in the recent series of traffic accidents.
Η υπερβολική ταχύτητα ήταν ένας σημαντικός παράγοντας στην πρόσφατη σειρά τροχαίων ατυχημάτων.
02
υπερβολική ταχύτητα, υπερβάλλουσα ταχύτητα
changing location rapidly
Παραδείγματα
Speeding increases the risk of accidents.
She avoided speeding to save fuel.
Λεξικό Δέντρο
speeding
speed



























