Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
speedy
01
γρήγορος, ταχύς
moving or happening quickly
Παραδείγματα
The speedy delivery of the package arrived earlier than expected.
Η γρήγορη παράδοση του πακέτου έφτασε νωρίτερα από το αναμενόμενο.
She gave a speedy response to the urgent email.
Έδωσε μια γρήγορη απάντηση στο επείγον email.
02
γρήγορος, ταχύς
accomplished rapidly and without delay
Λεξικό Δέντρο
speedily
speediness
speedy
speed



























